ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ #2: Η ΝΥΧΤΑ



"Πατέρα, πώς αισθάνεσαι;" τον ρώτησα αμέσως μόλις μπόρεσα να μιλήσω.
'Ηξερα ότι θα ήταν κάπου κοντά μου.
"Καλά!" μου απαντάει μια μακρινή φωνή, που έμοιαζε να 'ρχεται από έναν άλλον κόσμο. "Προσπαθώ να κοιμηθώ".
Είχε δίκιο ή άδικο που προσπαθούσε να κοιμηθεί; Μπορούσε κανείς να κοιμηθεί εδώ; Άραγε δεν ήταν επικίνδυνο να χαλαρώσεις την επαγρύπνησή σου έστω και λίγο τη στιγμή που ο θάνατος καραδοκούσε ανά πάσα στιγμή;
Αυτά σκεφτόμουν, όταν άκουσα τον ήχο ενός βιολιού. Ένα βιολί μέσα στη σκοτεινή παράγκα όπου νεκροί και ζωντανοί ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο! Ποιός τρελός έπαιζε βιολί εδώ, στο χείλος του ίδιου του του τάφου; Ή, μήπως, ήταν παραίσθηση;
Μάλλον ήταν ο Γιούλιεκ.
Έπαιζε ένα κομμάτι από μια συμφωνία του Μπετόβεν. Ποτέ μου δεν είχα ξανακούσει τόσο σαφείς, τόσο καθάριους ήχους. Μέσα σε τέτοια σιωπή.
Πώς είχε κατορθώσει να απελευθερωθεί; Να τραβηχτεί κάτω από το σώμα μου και ν'απομακρυνθεί χωρίς να το πάρω είδηση;
Το σκοτάδι ήταν πυκνό. Άκουγα μόνο τον ήχο του βιολιού κι ήταν σαν ο Γιούλιεκ να χρησιμοποιούσε για δοξάρι την ψυχή του. Παίζοντας ερμήνευε τη ζωή του. Όλη του η ζωή γλιστρούσε πάνω στις χορδές. Οι χαμένες του ελπίδες. Το καμένο παρελθόν του, το σβησμένο μέλλον του. Έπαιζε αυτό που δεν θα ξανάπαιζε ποτέ πια.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω τον Γιούλιεκ. Πώς να ξεχάσω τη συναυλία που έδωσε μπροστά σ'ένα κοινό από νεκρούς και μελλοθάνατους! Ακόμα και σήμερα, όταν ακούω να παίζουν κάποιο κομμάτι του Μπετόβεν, τα μάτια μου κλείνουν και, μέσα από το σκοτάδι, αναδύεται το ωχρό και θλιμμένο πρόσωπο του πολωνού συντρόφου μου να αποχαιρετά με το βιολί του το ακροατήριό του, ένα ακροατήριο από μελλοθάνατους που ψυχορραγούσαν.
Δεν ξέρω πόση ώρα έπαιξε. Ο ύπνος με νίκησε. Όταν ξύπνησα, είδα τον Γιούλιεκ απέναντί μου, στο φως της μέρας, ζαρωμένο, συρρικνωμένο, νεκρό. Δίπλα του κειτόταν το βιολί του, ποδοπατημένο, ξεχαρβαλωμένο - ένα μικρό παράδοξο, συνταρακτικό πτώμα.

- - -  

Προφανώς και δεν υπάρχουν και πολλά λόγια που θα μπορέσουν να περιγράψουν και να χωρέσουν τα συναισθήματα της θλίψης, του πόνου και του θυμού που βιώνει κανείς διαβάζοντας τη Νύχτα, του Ελί Βιζέλ που στάλθηκε με την οικογένειά του, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους Ναζί και μας αφήνει μια σπουδαία μαρτυρία για όσα έζησε και ένιωσε εκείνη τη ζοφερή περίοδο της ζωής του. Μπίρκενάου. Άουσβιτς. Μπούνα.
Δεν υπάρχουν λόγια στο Τώρα για τη φρίκη αυτή του Τότε, υπάρχει μόνο ντροπή και δέος και μια τεράστια αδυναμία -ζώντας σε ένα υπέροχο συγκριτικά, και ασφαλές Σήμερα- να πιστέψει κανείς ότι πράγματι αυτές οι φρικαλεότητες συνέβησαν. Πώς να χωρέσει τόση φρίκη στο μυαλό, στη λογική, στη καρδιά σου; Πώς;
Κάποιοι, σε αντίθεση με τον Γιούλιεκ στο παραπάνω απόσπασμα του βιβλίου και αμέτρητους άλλους, κατάφεραν να υπερβούν αυτόν τον Γολγοθά και να επιζήσουν και ανάμεσα σε αυτούς και ο Ελί Βιζέλ, που ωστόσο σημαδεύτηκε αναπόφευκτα από αυτό το τραγικό βίωμα που τόσο συγκλονιστικά, σπαρακτικά σχεδόν, μας περιγράφει στο αφήγημά του.

Πρέπει να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε όλοι τη Νύχτα και άλλα βιβλία σαν τη Νύχτα. Για να μάθουμε, όσοι δεν ξέρουμε. Για να μην ξεχάσουμε όσοι ξέρουμε, αυτό που δεν πρέπει να σβήσει ποτέ από τη συλλογική μνήμη και συνείδηση. Για να θυμόμαστε πάντα ότι ο άνθρωπος όπως ακριβώς είναι ικανός για τα σπουδαιότερα επιτεύγματα και τα ομορφότερα δημιουργήματα, έτσι είναι ικανός και για τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες και για τον υποβιβασμό του σε υπάνθρωπο. 

- - - 

Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα, την πρώτη νύχτα που πέρασα στο στρατόπεδο, που μετέτρεψε όλη μου τη ζωή σε μια μακριά, εφτασφράγιστη νύχτα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο τον καπνό.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα προσωπάκια των παιδιών που 'χα δει τα κορμάκια τους να μετατρέπονται σε τολύπες καπνού κάτω από το βουβό γαλάζιο τ'ουρανού.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις φλόγες που έκαψαν για πάντα την πίστη μου.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη σιωπή εκείνης της νύχτας, που μου στέρησε για πάντα την επιθυμία για ζωή.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις στιγμές που σκότωσαν τον Θεό μου, την ψυχή μου και τα όνειρά μου, τα οποία πήραν την όψη της ερήμου.
Ποτέ δεν θα τα ξεχάσω όλα αυτά, ακόμα και αν με καταδίκαζαν να ζήσω όσους αιώνες ζει και ο Θεός. Ποτέ.
- - -

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη Νύχτα. Ποτέ δεν θα μπορέσω. Ποτέ.
Για την ακρίβεια, ποτέ δεν θέλω να ξεχάσω τη Νύχτα.

Αν δεν έχετε διαβάσει αυτό το βιβλίο σας προτρέπω θερμά να το διαβάσετε.
Αν η φρίκη του Ολοκαυτώματος περάσει από τη λήθη στη μνήμη και στη συνείδηση όλων μας ή έστω όσων περισσότερων από εμάς γίνεται, ίσως να υπάρχει ελπίδα για ένα πιο ασφαλές και δημιουργικό Σήμερα και για ένα πιο ανθρώπινο Αύριο. Ίσως...



Σας φιλώ ❤
αμελί

Σχόλια